πολιτευσάμενον

πολιτευσάμενον
πολῑτευσάμενον , πολιτεύω
to be a citizen
aor part mid masc acc sg
πολῑτευσάμενον , πολιτεύω
to be a citizen
aor part mid neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μελίτων ο Σάρδεων — (2ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Σάρδεων. Υπήρξε ένας από τους επισημότερους απολογητές της χριστιανικής θρησκείας. Δεν σώζονται παρά ελάχιστα στοιχεία για τον βίο του, αν και εικάζεται ότι άκμασε το διάστημα μεταξύ 160 και 180 μ.Χ. Ο Ευσέβιος αναφέρει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”